κλήθρη

κλήθρη
κλήθρα
alder
fem nom/voc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κλήθρα — και σκλήθρα και κλέθρα, η, και σκλήθρος, ο (Α κλήθρα και ιων. τ. κλήθρη) νεοελλ. βοτ. το φυτό σκλήθρο αρχ. ονομασία τού γένους άλνος* («κλήθρη τ αἴγειρός τε καὶ εὐώδης κυπάρισσος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με νέο άνω γερμ. (διαλεκτ …   Dictionary of Greek

  • άλνος — Δέντρο της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα), μετρίων διαστάσεων. Τα φύλλα του έχουν μίσχο, είναι πράσινα σκούρα, κολλώδη και λεία και στις δύο επιφάνειες. Στο σύνολό τους θυμίζουν λίγο τα φύλλα της οξιάς. Τα άνθη εμφανίζονται πριν από τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”